ἐπακολούθει

ἐπακολούθει
ἐπακολουθέω
follow close upon
pres imperat act 2nd sg (attic epic)
ἐπᾱκολούθει , ἐπακολουθέω
follow close upon
imperf ind act 3rd sg (attic epic doric aeolic)
ἐπακολουθέω
follow close upon
pres imperat act 2nd sg (attic epic)
ἐπακολουθέω
follow close upon
imperf ind act 3rd sg (attic epic)
ἐπακολουθέω
follow close upon
imperf ind act 3rd sg (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐπακολουθεῖ — ἐπακολουθέω follow close upon pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ἐπακολουθέω follow close upon pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) ἐπακολουθέω follow close upon pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἐπακολουθέω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιφαινόμενο — το (ουδ. τής μτχ. ενεστ. τού επιφαίνομαι, ως ουσ.) 1. το φαινόμενο που συνοδεύει ή επακολουθεί σε μια κατάσταση, το εξωτερικό και δευτερεύον σε σημασία φαινόμενο που αντιδιαστέλλεται από το κυρίως φαινόμενο που συγκεντρώνει το κύριο ενδιαφέρον 2 …   Dictionary of Greek

  • αιτιοκρατία — η φιλοσοφική θεωρία κατά την οποία τα πάντα στον κόσμο συμβαίνουν σύμφωνα με μια αιτιώδη αλληλουχία σε κάθε αιτία επακολουθεί το αποτέλεσμα αναγκαστικά. Αυστηρή μορφή τής αιτιοκρατίας είναι η «μηχανοκρατία», η οποία αντίκειται στην «τελολογία»… …   Dictionary of Greek

  • αποκόλληση — Παθολογικός αποχωρισμός ιστών στα μέρη με τα οποία συνδέονται ή συμφύονται φυσιολογικά. Οι α. μπορεί να παρατηρηθούν σε διάφορα σημεία του οργανισμού, στο δέρμα, στο περιόστεο κλπ. α. των επιφύσεων στα παιδιά.Πάθηση κατά την οποία προκαλείται… …   Dictionary of Greek

  • απόηχος — ο 1. ο ήχος που προέρχεται από αντανάκλαση, αντίλαλος, η ηχώ 2. ο ασθενής λόγω απόστασης ήχος, ο ήχος που εξασθενίζει, που βρίσκεται στο τέλος του 3. η εντύπωση ή η κατάσταση που επακολουθεί μετά από ένα σημαντικό συμβάν, ο αντίκτυπος …   Dictionary of Greek

  • γλυπτική — Σήμερα ονομάζεται γενικά γ., η τέχνη της δημιουργίας ανάγλυφων και oλόγλυφων μορφών. Ο όρος όμως περικλείει δύο ουσιαστικά αντίθετες έννοιες· την καθαυτό γ., εκείνη που, όπως έλεγε ο Μιχαήλ Άγγελος, «προχωρεί με αφαιρέσεις του περιττού υλικού… …   Dictionary of Greek

  • δυστροφία — Όρος που αποδίδεται σε ένα σύνολο κληρονομικών διαταραχών, οι οποίες χαρακτηρίζονται από προοδευτική μυϊκή αδυναμία και απώλεια του μυϊκού ιστού (γι’ αυτό η πλήρης ονομασία τους είναι μυϊκή δ. ή κληρονομική μυοπάθεια). Ορισμένοι τύποι δ. είναι οι …   Dictionary of Greek

  • ενδοκρινολογία — Κλάδος της ιατρικής που μελετά τη φυσιολογία και την παθολογία των ενδοκρινών αδένων και των εκκρίσεών τους, των λεγόμενων ορμονών. Η ανάπτυξη της ε. είναι μάλλον πρόσφατη· οι ενδοκρινείς αδένες αναγνωρίστηκαν μόλις στις πρώτες δεκαετίες του 19ου …   Dictionary of Greek

  • επακολουθητικός — ἐπακολουθητικός, ή, όν (Α) [επακολουθώ] ο ικανός ή κατάλληλος ή αρμόδιος να επακολουθεί («ἐπακολουθητική δύναμις», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • επακολούθημα — το (Α ἐπακολούθημα) [επακολουθώ] ό,τι επακολουθεί, συνέπεια, αποτέλεσμα, επακόλουθο αρχ. μσν. δευτερεύουσα σκέψη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”